- διαδάπτω
- διαδάπτω,A tear asunder, rend,
διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψεν Il.5.858
, cf. 21.398.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψεν Il.5.858
, cf. 21.398.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαδάπτω — (Α) [δάπτω] διασχίζω, σκίζω στα δύο … Dictionary of Greek